- ενστόμισμα
- το (AM ἐνστόμισμα) [ενστομίζω]ό,τι τοποθετείται στο στόμα, χαλινάρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνστομισμάτων — ἐνστόμισμα bit neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενστομίδα — η το ενστόμισμα … Dictionary of Greek
μάσημα — το (AM μάσημα) [μασώ] τροφή, φαγητό νεοελλ. 1. η μάσηση 2. οικονομική απομύζηση μσν. δερμάτινο εξάρτημα που τοποθετείται στο στόμα τού αλόγου, ενστόμισμα … Dictionary of Greek
χαλινωτήρας — ο, Ν η στομίδα, το ενστόμισμα τού χαλινού, η χαβιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλινώνω + κατάλ. τήρας*. Η λ., στον λόγιο τ. χαλινωτήρ, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek